- κέρματα
- κέρμαfragmentneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κέρματ' — κέρματα , κέρμα fragment neut nom/voc/acc pl κέρματι , κέρμα fragment neut dat sg κέρματε , κέρμα fragment neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερματίζω — (Α κερματίζω) [κέρμα] κόβω σε μικρά κομμάτια, κομματιάζω, τεμαχίζω, ψιλοκόβω αρχ. 1. κόβω μέταλλο σε μικρά νομίσματα 2. μτφ. φθείρω, κατατρίβω («κερματίζειν τὴν ἀρετήν», Πλάτ.) 3. πάπ. αλλάζω σε κέρματα 4. συλλέγω κέρματα … Dictionary of Greek
Yiannis Patilis — Infobox Writer name = Yiannis Patilis imagesize = caption = birthdate = 1947 birthplace= nationality=Greek deathdate = deathplace= spouse = children = occupation =poet genre = period =1970 ndash; influences = influenced = website =Yiannis Patilis … Wikipedia
Yannis Patilis — Nombre completo Yannis Patilis Nacimiento 1947 Atenas, Grecia Ocupación Poeta Nacionalidad Grecia … Wikipedia Español
άψιλο — η, ο ο απένταρος, ο αδέκαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ψιλά «κέρματα μικρής αξίας» (πληθ. ουδ. του επίθ. ψιλός), σε αντίθεση προς τα χοντρά «νομίσματα μεγάλης αξίας»] … Dictionary of Greek
διμεταλλισμός — Νομισματικό σύστημα με βάση δύο διαφορετικά μέταλλα (τον χρυσό και τον άργυρο), που συνδέονται μεταξύ τους με μια αντιστοιχία αξίας η οποία καθορίζεται από τον νόμο. Για να υπάρχει όμως δ. δεν είναι αρκετή η κυκλοφορία νομισμάτων που… … Dictionary of Greek
εκδίδω — (AM ἐκδίδωμι, Μ και ἐκδίδω) 1. συλλαμβάνω εγκληματία και τόν παραδίδω στις αρχές τού κράτους του για να δικαστεί εκεί 2. επιστρέφω κάτι που άρπαξα 3. (για συγγραφικά έργα, αντίγραφα, έντυπα, εικόνες κ.λπ.) θέτω σε κυκλοφορία, δημοσιεύω σε πολλά… … Dictionary of Greek
επιταγή — Πιστωτικός τίτλος με ασαφή ιστορική καταγωγή που γνώρισε ευρεία διάδοση από τις αρχές του 18ου αι. στη Μεγάλη Βρετανία, όταν απαγορεύτηκε στα πιστωτικά ιδρύματα να εκδίδουν τραπεζογραμμάτια και παραχωρήθηκε το δικαίωμα της έκδοσης χαρτονομίσματος … Dictionary of Greek
κέρμα — Αρχαίος οικισμός της Νουβίας, στα Ν του τρίτου καταρράκτη του Νείλου. Βρίσκεται στο σημερινό Σουδάν. Η ονομασία του στα αρχαία αιγυπτιακά ήταν Ivμπού Αμενεμχέτ, ενώ είναι επίσης γνωστός ως Κάρμα. Έπειτα από ανασκαφές που έγιναν στην περιοχή από… … Dictionary of Greek
καρτούτσο — το 1. κυλινδρική δέσμη από χαρτί που περιέχει ομοειδή και ισομεγέθη μεταλλικά κέρματα 2. (στα Επτάνησα) μέτρο χωρητικότητας υγρών που ισοδυναμεί με το ένα τέταρτο τού κανατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cartuccia «φυσίγγιο» (< carta «χαρτί»)] … Dictionary of Greek